- επακολούθηση
- η (AM ἐπακολούθησις) [επακολουθώ]διαδοχή, επέλευση, ακολουθίαμσν.φρ. «εἰς τὴν 'πικολούθηση» — κατόπιν, ύστερα απόαρχ.1. συμφωνία2. εξακολουθητική μελέτη, προμελέτη3. αποτέλεσμα, επακολούθημα4. φρ. «κατ' ἐπακολούθησιν» — ακολούθως, επομένως (αντίθ. τού προηγουμένως)5. φρ. «γράμματα ἐπακολουθήσεως» — έγγραφα διακανονισμού χρεών.
Dictionary of Greek. 2013.